φωσφόνιο

φωσφόνιο
το, Ν
1. χημ. μονοσθενές κατιόν, ανάλογο με το κατιόν τού αμμωνίου, το οποίο απαντά στα άλατα τής φωσφίνης με τα διάφορα πρωτονικά οξέα
2. φρ. «ιωδιούχο φωσφόνιο»
χημ. άλας τής φωσφίνης με το υδροϊώδιο, άχρωμο κρυσταλλικό στερεό που χρησιμοποιείται σε χημικές συνθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosphonium < phospho- (< phosphoric [acid] < φωσφόρος) + -onium (< ammonium, βλ. λ. αμμώνιο, αμμωνία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -όνιο — (I) σύνηθες επίθημα ονομασιών χημικών στοιχείων και ενώσεων (πρβλ. αντιμόνιο, αλφόνιο). (II) και ώνιο επίθημα όρων τής χημείας που δηλώνει ένα θετικά φορτισμένο σύμπλοκο ιόν (πρβλ. φωσφόνιο, αμμώνιο, οζώνιο) …   Dictionary of Greek

  • βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”